φαικας

φαικας
    φαικάς
    -άδος ἥ фекада (белый башмак афинских гимнасиархов и египетских жрецов) Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φαικας" в других словарях:

  • φαικάς — άδος, ἡ, Α είδος λευκών ελαφρών υποδημάτων που φορούσαν οι Αθηναίοι γυμνασιάρχες και οι Αιγύπτιοι ιερείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαικός «λαμπρός» + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. λευκ άς)] …   Dictionary of Greek

  • φαικά — φαικάς shoe fem voc sg φαικός neut nom/voc/acc pl φαικά̱ , φαικός fem nom/voc/acc dual φαικά̱ , φαικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαικάδα — φαικάς shoe fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαικάσιον — τὸ, Α 1. υποκορ. τ. τού φαικάς 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδήματος εἶδος γεωργικοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. < φαικός «λαμπρός» + επίθημα ά σιον (πρβλ. γυμν άσιον)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»